- σερβάντα
- (mobilya) büfe
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
σερβάντα — και σερβάν, η, Ν έπιπλο τής τραπεζαρίας, γνωστό και ως μπουφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. servante «υπηρέτρια» < servir (< λατ. servio «υπηρετώ»). Το έπιπλο ονομάστηκε έτσι, επειδή εξυπηρετούσε στο σερβίρισμα] … Dictionary of Greek
σερβάντα — η (λ. γαλλ.), έπιπλο στο οποίο τοποθετούν τα γυαλικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)